κιλοπόντ

κιλοπόντ
το
μονάδα βάρους τού πρακτικού συστήματος μονάδων μέτρησης, που είναι γνωστή και ως χιλιόγραμμο βάρους (σύμβ. kp ή kgr ή kg*).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”